συκομοραία

συκομοραία
συκομοραίᾱ , συκομοραία
fem nom/voc/acc dual
συκομοραίᾱ , συκομοραία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
σῡκομοραίᾱ , συκομορέα
fem nom/voc/acc dual
σῡκομοραίᾱ , συκομορέα
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συκομοραίαν — συκομοραίᾱν , συκομοραία fem acc sg (attic doric aeolic) σῡκομοραίᾱν , συκομορέα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκομοραίαις — συκομοραία fem dat pl σῡκομοραίαις , συκομορέα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκομουριά — η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α οπωροφόρο αειθαλές δέντρο τής Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. έα (πρβλ. συκ έα). Ο τ. συκο μουριά με συνίζηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”